- προδούλειαι
- προδουλ-ει-αι, αἱ, in Law,A servitudes, Cod.Just.1.4.26.8, 10.30.4.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδουλείαι — αἱ, Α (βυζ. ρωμ. δίκ.) οι δουλείες … Dictionary of Greek